Επενδυτικό «Ελντοράντο» για ξένους η ελληνική αγορά ακινήτων

Μπορεί για τα ελληνικά «βαλάντια» η αγορά νέας κατοικίας να καθίσταται όλο και δυσκολότερη, εξαιτίας της ανόδου των τιμών αλλά και της αύξησης των επιτοκίων, ωστόσο για τους περισσότερους ξένους αγοραστές η Ελλάδα αποτελεί επενδυτικό «παράδεισο», καθώς συνδυάζει χαμηλές τιμές συγκριτικά με το τι συμβαίνει στο εξωτερικό, σταθερό πολιτικοοικονομικό σύστημα και τη δυνατότητα για μελλοντικές υπεραξίες. Σε αυτό το πλαίσιο, άλλωστε, η Ελλάδα και επιμέρους περιοχές της έχουν αρχίσει πλέον να «φιγουράρουν» σε διεθνείς μελέτες, από τις οποίες η χώρα μας «έλαμπε διά της απουσίας της» επί σειράν ετών.

Σε φετινή παγκόσμια έρευνα της CIA Landlords Insurance, ενός από τους μεγαλύτερους ηλεκτρονικούς παρόχους ασφαλειών ακινήτων για ιδιοκτήτες στη Μεγάλη Βρετανία, προέκυψε ότι η Αθήνα είναι η φθηνότερη πόλη για την αγορά κατοικίας. Ειδικότερα, η μέση τιμή πώλησης στο κέντρο της Αθήνας διαμορφώνεται σε 1.940 ευρώ/τ.μ., όταν η αμέσως επόμενη πόλη είναι η Μαδρίτη της Ισπανίας με κόστος 3.190 ευρώ/τ.μ. Αντίστοιχα, στη Ρώμη το σχετικό κόστος ανέρχεται σε 3.790 ευρώ/τ.μ., στο Λονδίνο σε 4.826 ευρώ/τ.μ., ενώ στη Στοκχόλμη της Σουηδίας η μέση τιμή ξεπερνάει τις 6.000 ευρώ/τ.μ. (6.015). Στο δε Τόκιο της Ιαπωνίας το μέσο κόστος ανέρχεται σε 6.223 ευρώ/τ.μ.

Σε φθηνότερες περιοχές για «χρυσή βίζα» στρέφονται οι επενδυτές
Σημειωτέον ότι σύμφωνα με τους δείκτες τιμών της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ), το διάστημα 2017-2023 στην Αττική καταγράφεται σωρευτική αύξηση της τάξεως του 68%, ενώ σε πανελλαδικό επίπεδο η άνοδος διαμορφώνεται σε σχεδόν 50%. Παρ’ όλα αυτά, όπως αναφέρει σχετική ανάλυση της Εθνικής Τράπεζας, που δημοσιεύθηκε εντός της εβδομάδας, οι τιμές στο σύνολο της χώρας εξακολουθούν να υπολείπονται κατά 14% του υψηλότερου σημείου στο οποίο είχαν βρεθεί κατά το τρίτο τρίμηνο του 2008. Παράλληλα, όμως, στην υπόλοιπη Ευρωζώνη οι τιμές είναι υψηλότερες κατά 37% συγκριτικά με το 2008, με αποτέλεσμα να είναι ιδιαίτερα ευνοϊκή η σύγκριση για την ελληνική αγορά. Ετσι εξηγείται και η κατακόρυφη αύξηση των επενδύσεων από το εξωτερικό τα τελευταία χρόνια. Κατά το διάστημα 2018-2022 οι άμεσες ξένες επενδύσεις στην Ελλάδα άγγιξαν τα 3,5 δισ. ευρώ, αποτελώντας το 25% του συνολικού αριθμού των συναλλαγών κατοικιών που πραγματοποιούνται σε ετήσια βάση. Επίσης, κατά το φετινό πρώτο τρίμηνο, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΤτΕ, σημειώθηκε ετήσια αύξηση κατά 33% σε σχεδόν 500 εκατ. ευρώ. Το αγοραστικό ενδιαφέρον προέρχεται τόσο από επενδυτές που ενδιαφέρονται να αποκτήσουν ακίνητο για τους ίδιους (π.χ. για τις διακοπές τους), όσο και από πολίτες τρίτων χωρών που προσδοκούν στην εξασφάλιση άδειας παραμονής μέσω του προγράμματος «χρυσή βίζα», αλλά και να τοποθετηθούν σε μια αγορά με προοπτικές και ακίνητα που προσφέρουν υψηλή απόδοση.

Σύμφωνα με τον Οφερ Ρεσέφ, διευθυντή επιχειρηματικής ανάπτυξης της Arledan Group, μιας εταιρείας που δραστηριοποιείται στην ελληνική αγορά ακινήτων, «στην περίπτωση των επενδυτών από το Ισραήλ η προτίμηση στην ελληνική αγορά ακινήτων οφείλεται στο χαμηλό επενδυτικό κατώφλι, στη γεωγραφική εγγύτητα, όπως επίσης και στις ομοιότητες μεταξύ της κουλτούρας των δύο λαών». Οπως σημειώνει ο κ. Ρεσέφ, «στο Τελ Αβίβ ένα διαμέρισμα δύο υπνοδωματίων στοιχίζει σήμερα 850.000 ευρώ κατά μέσον όρο. Στην Ελλάδα, ένα αντίστοιχο ακίνητο έχει τιμή εκκίνησης 125.000 ευρώ, ένα ποσό που μπορούν με ευκολία να διαθέσουν πολλοί Ισραηλινοί. Στη χώρα τους όμως χρειάζονται ίδια κεφάλαια 400.000 ευρώ και ένα επιπλέον ποσό δανεισμού, προκειμένου να αποκτήσουν ακίνητο», τονίζει ο κ. Ρεσέφ. Ταυτόχρονα, άλλος ένας λόγος είναι και η προοπτική μελλοντικών υπεραξιών σε σχέση με το Ισραήλ, καθώς ακόμη και σήμερα οι τιμές στην ελληνική αγορά εμφανίζονται κατά μέσον όρο 14% χαμηλότερες σε σχέση με το απόγειο της αγοράς το 2008.

Εκτός όμως από την Αθήνα, δεν αποκλείεται τα επόμενα χρόνια να βρεθούν κι άλλες πόλεις της χώρας στο «στόχαστρο» των επενδυτών, ίσως ακόμη και σε περιοχές μη τουριστικές. Κριτήριο θα είναι το χαμηλό κόστος, καθώς υπάρχει στην Ευρώπη μια αναδυόμενη κατηγορία ενδιαφερόμενων αγοραστών που αναζητούν όσο το δυνατόν χαμηλότερες τιμές αγοράς ώστε να κεφαλαιοποιήσουν μελλοντικές υπεραξίες και ταυτόχρονα να αποκομίσουν κέρδος από την εκμετάλλευση ενός διαμερίσματος σε μια χώρα με υψηλό επίπεδο ετήσιας ηλιοφάνειας και έντονη νυχτερινή ζωή.

ΠΗΓΗ: Καθημερινή